ραβδοσκοπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραβδοσκοπικός η ραβδοσκοπική το ραβδοσκοπικό
      γενική του ραβδοσκοπικού της ραβδοσκοπικής του ραβδοσκοπικού
    αιτιατική τον ραβδοσκοπικό τη ραβδοσκοπική το ραβδοσκοπικό
     κλητική ραβδοσκοπικέ ραβδοσκοπική ραβδοσκοπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραβδοσκοπικοί οι ραβδοσκοπικές τα ραβδοσκοπικά
      γενική των ραβδοσκοπικών των ραβδοσκοπικών των ραβδοσκοπικών
    αιτιατική τους ραβδοσκοπικούς τις ραβδοσκοπικές τα ραβδοσκοπικά
     κλητική ραβδοσκοπικοί ραβδοσκοπικές ραβδοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραβδοσκοπικός < ραβδοσκόπος + -ικός

Επίθετο

ραβδοσκοπικός -ή -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.