τιμωρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμωρία οι τιμωρίες
      γενική της τιμωρίας των τιμωριών
    αιτιατική την τιμωρία τις τιμωρίες
     κλητική τιμωρία τιμωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμωρία < αρχαία ελληνική τιμωρία

Ουσιαστικό

τιμωρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.