πόρνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόρνη οι πόρνες
      γενική της πόρνης των πορνών
    αιτιατική την πόρνη τις πόρνες
     κλητική πόρνη πόρνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πελάτης και πόρνη σε μελανόμορφο κύπελλο. Η πράξη δηλώνεται από το βαλάντιο πάνω από το ζευγάρι.

Ετυμολογία

πόρνη < αρχαία ελληνική πόρνη < πέρνημι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpoɾ.ni/

Ουσιαστικό

πόρνη θηλυκό

  1. (επάγγελμα) η γυναίκα που προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες έναντι χρηματικής αμοιβής
      Για την πόρνη η συνουσία δεν είναι ερωτικός στόχος, παρά μέσον επιβιώσεως-επάγγελμα. Η ψυχή της πόρνης δεν ευφραίνεται εκ της συνουσίας. Η πόρνη (πρέπει να) υποδύεται ότι μετέχει στην συνουσία.
    Ηλίας Πετρόπουλος (²1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 62.
  2. υβριστικός χαρακτηρισμός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόρνη αἱ πόρναι
      γενική τῆς πόρνης τῶν πορνῶν
      δοτική τῇ πόρν ταῖς πόρναις
    αιτιατική τὴν πόρνην τὰς πόρνᾱς
     κλητική ! πόρνη πόρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόρν
γεν-δοτ τοῖν  πόρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόρνη < πέρνημι

Ουσιαστικό

πόρνη θηλυκό

  • (επάγγελμα) πόρνη (ίδιο με τη σύγχρονη έννοια)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.