καλντεριμιτζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καλντεριμιτζού | οι | καλντεριμιτζούδες |
| γενική | της | καλντεριμιτζούς | των | καλντεριμιτζούδων |
| αιτιατική | την | καλντεριμιτζού | τις | καλντεριμιτζούδες |
| κλητική | καλντεριμιτζού | καλντεριμιτζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλντεριμιτζού < καλντερίμ(ι) + -ιτζού, θηλυκό του -ιτζής, Η οθωμανική τουρκική قالديريمجي (τουρκική: kaldırımcı), για άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kal.de.ɾi.miˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐ντε‐ρι‐μι‐τζού
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καλντεριμιτζού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.