πορνό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πορνό < (λόγιο δάνειο) γαλλική porno, σύντμηση του pornographique[1]

Επίθετο

πορνό άκλιτο

Ουσιαστικό

πορνό ουδέτερο άκλιτο

  1. η πορνογραφία
  2. ερωτική ταινία με σκληρό σεξ
     συνώνυμα: τσόντα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.