κοκότα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκότα οι κοκότες
      γενική της κοκότας
    αιτιατική την κοκότα τις κοκότες
     κλητική κοκότα κοκότες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική cocotte[1]

Ουσιαστικό

κοκότα θηλυκό

  • πιο ελαφριά έκφραση για την πόρνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.