πορνοστάρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πορνοστάρ < αγγλική pornostar
Ουσιαστικό
πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) πρωταγωνιστής (ή πρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
- (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό
- πορνοντίβα
Μεταφράσεις
πορνοστάρ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.