παρδαλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρδαλή | οι | παρδαλές |
| γενική | της | παρδαλής | των | παρδαλών |
| αιτιατική | την | παρδαλή | τις | παρδαλές |
| κλητική | παρδαλή | παρδαλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρδαλή < παρδαλός + -ή
Μεταφράσεις
παρδαλή
|
|
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρδαλή | οι | παρδαλές |
| γενική | της | παρδαλής | των | παρδαλών |
| αιτιατική | την | παρδαλή | τις | παρδαλές |
| κλητική | παρδαλή | παρδαλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρδαλή < αρχαία ελληνική παρδαλῆ < παρδᾰλέη (δορά) < πάρδαλις
Μεταφράσεις
παρδαλή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παρδαλή
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.