πορνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πορνικός | η | πορνική | το | πορνικό |
| γενική | του | πορνικού | της | πορνικής | του | πορνικού |
| αιτιατική | τον | πορνικό | την | πορνική | το | πορνικό |
| κλητική | πορνικέ | πορνική | πορνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πορνικοί | οι | πορνικές | τα | πορνικά |
| γενική | των | πορνικών | των | πορνικών | των | πορνικών |
| αιτιατική | τους | πορνικούς | τις | πορνικές | τα | πορνικά |
| κλητική | πορνικοί | πορνικές | πορνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πορνικός < αρχαία ελληνική πορνικός[1] [2] < πόρνη
Μεταφράσεις
πορνικός
|
|
- πορνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πορνικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.