πόρνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πόρνος | οι | πόρνοι |
| γενική | του | πόρνου | των | πόρνων |
| αιτιατική | τον | πόρνο | τους | πόρνους |
| κλητική | πόρνε | πόρνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόρνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpoɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πόρ‐νος
Ουσιαστικό
πόρνος αρσενικό (θηλυκό πόρνη)
Αναφορές
- πόρνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πόρνος | οἱ | πόρνοι |
| γενική | τοῦ | πόρνου | τῶν | πόρνων |
| δοτική | τῷ | πόρνῳ | τοῖς | πόρνοις |
| αιτιατική | τὸν | πόρνον | τοὺς | πόρνους |
| κλητική ὦ! | πόρνε | πόρνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόρνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πόρνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πόρνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.