πορνογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πορνογραφώ < πορνογράφος + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πορνογραφώ | πορνογραφούσα | θα πορνογραφώ | να πορνογραφώ | πορνογραφώντας | |
| β' ενικ. | πορνογραφείς | πορνογραφούσες | θα πορνογραφείς | να πορνογραφείς | (πορνογράφει) | |
| γ' ενικ. | πορνογραφεί | πορνογραφούσε | θα πορνογραφεί | να πορνογραφεί | ||
| α' πληθ. | πορνογραφούμε | πορνογραφούσαμε | θα πορνογραφούμε | να πορνογραφούμε | ||
| β' πληθ. | πορνογραφείτε | πορνογραφούσατε | θα πορνογραφείτε | να πορνογραφείτε | πορνογραφείτε | |
| γ' πληθ. | πορνογραφούν(ε) | πορνογραφούσαν(ε) | θα πορνογραφούν(ε) | να πορνογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πορνογράφησα | θα πορνογραφήσω | να πορνογραφήσω | πορνογραφήσει | ||
| β' ενικ. | πορνογράφησες | θα πορνογραφήσεις | να πορνογραφήσεις | πορνογράφησε | ||
| γ' ενικ. | πορνογράφησε | θα πορνογραφήσει | να πορνογραφήσει | |||
| α' πληθ. | πορνογραφήσαμε | θα πορνογραφήσουμε | να πορνογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | πορνογραφήσατε | θα πορνογραφήσετε | να πορνογραφήσετε | πορνογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | πορνογράφησαν πορνογραφήσαν(ε) |
θα πορνογραφήσουν(ε) | να πορνογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πορνογραφήσει | είχα πορνογραφήσει | θα έχω πορνογραφήσει | να έχω πορνογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πορνογραφήσει | είχες πορνογραφήσει | θα έχεις πορνογραφήσει | να έχεις πορνογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πορνογραφήσει | είχε πορνογραφήσει | θα έχει πορνογραφήσει | να έχει πορνογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πορνογραφήσει | είχαμε πορνογραφήσει | θα έχουμε πορνογραφήσει | να έχουμε πορνογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πορνογραφήσει | είχατε πορνογραφήσει | θα έχετε πορνογραφήσει | να έχετε πορνογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πορνογραφήσει | είχαν πορνογραφήσει | θα έχουν πορνογραφήσει | να έχουν πορνογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
πορνογραφώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.