πορνογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορνογράφημα τα πορνογραφήματα
      γενική του πορνογραφήματος των πορνογραφημάτων
    αιτιατική το πορνογράφημα τα πορνογραφήματα
     κλητική πορνογράφημα πορνογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορνογράφημα < πορνογραφώ + -μα

Ουσιαστικό

πορνογράφημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.