υποδύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποδύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδύομαι[1], μέση φωνή του ὑποδύω < ὑπό (υπο- + δύω)

Ρήμα

υποδύομαι, πρτ.: υποδυόμουν, στ.μέλλ.: θα υποδυθώ, αόρ.: υποδύθηκα, μτχ. ενεστ.: υποδυόμενος

  1. παίζω έναν ρόλο σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο, παριστάνω ένα πρόσωπο
  2. προσποιούμαι ότι είμαι κάποιος
     συνώνυμα: υποκρίνομαι

Συγγενικά

  • υποδυόμενος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.