πορνογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πορνογραφικός | η | πορνογραφική | το | πορνογραφικό |
| γενική | του | πορνογραφικού | της | πορνογραφικής | του | πορνογραφικού |
| αιτιατική | τον | πορνογραφικό | την | πορνογραφική | το | πορνογραφικό |
| κλητική | πορνογραφικέ | πορνογραφική | πορνογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πορνογραφικοί | οι | πορνογραφικές | τα | πορνογραφικά |
| γενική | των | πορνογραφικών | των | πορνογραφικών | των | πορνογραφικών |
| αιτιατική | τους | πορνογραφικούς | τις | πορνογραφικές | τα | πορνογραφικά |
| κλητική | πορνογραφικοί | πορνογραφικές | πορνογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πορνογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pornographique[1] < pornographe < ελληνιστική κοινή πορνογράφος < αρχαία ελληνική πόρνη + γράφω
Μεταφράσεις
πορνογραφικός
|
- πορνογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.