πορνεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορνεία οι πορνείες
      γενική της πορνείας των πορνειών
    αιτιατική την πορνεία τις πορνείες
     κλητική πορνεία πορνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορνεία < αρχαία ελληνική πορνεία < πορνεύω

Ουσιαστικό

πορνεία θηλυκό

  1. η έναντι αμοιβής προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών
  2. (γενικότερα) η ανηθικότητα, η ακολασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.