πουτάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουτάνα | οι | πουτάνες |
| γενική | της | πουτάνας | — | |
| αιτιατική | την | πουτάνα | τις | πουτάνες |
| κλητική | πουτάνα | πουτάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουτάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική puttana < λατινική putta (πόρνη) < puta (κορίτσι) < puer < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pu-
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈta.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐τά‐να
Ουσιαστικό
πουτάνα θηλυκό
- (χυδαίο, επάγγελμα) η πόρνη
- (χυδαίο, μεταφορικά) υποτιμητικός όρος για γυναίκα, κυρίως για να τη χαρακτηρίσει ύπουλη
Εκφράσεις
- γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο : → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
- πουτάνα όλα → δείτε την έκφραση: πανικός
- γαμώ την πουτάνα μου (χυδαία έκφραση ένδειξης αγανάκτησης και θυμού)
- θα την γαμήσω την πουτάνα: μεταφροικά: θα την κάνω να πληρώσει ακριβά/ κυριολεκτικά: θα συνευρεθώ μαζί της
- παλιοπουτάνα (βρισιά)
- πουτανόσπερμα άνθρωπος που προέρχεται απο μάνα ιερόδουλη/ρατσιστικός και ασεβής χαρακτηρισμός
Συγγενικά
- πουτανάκι
- πουταναριό
- πουτανέλι
- πουτανιά
- πουτανιάρης
- πουτανίζω
- πουτανίστικα
- πουτανίστικος
- πουτανίτσα
- πούτανος
Σύνθετα
- ακριβοπουτάνα
- αρχιπουτανάνα
- αρχιπούτανος
- καραπουτάνα
- καραπουτανάρα
- καραπούτανος
- κρυφοπουτάνα
- πουτανοκαβγάς
- πουτανοκαμώματα
- πουτανόσογο
- πουτανόσπιτο
- πουτανοχώρι
- φτηνοπουτάνα
- χαζοπουτάνα
Μεταφράσεις
Πηγές
- Για τα συγγενικά και σύνθετα, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (²1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 9.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.