αμοιβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμοιβή οι αμοιβές
      γενική της αμοιβής των αμοιβών
    αιτιατική την αμοιβή τις αμοιβές
     κλητική αμοιβή αμοιβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμοιβή < αρχαία ελληνική ἀμοιβή

Ουσιαστικό

αμοιβή θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος επειδή ολοκλήρωσε μια εργασία για λογαριασμό άλλου (ο όρος αναφέρεται τόσο σε σχέση εξαρτημένης εργασίας όσο και σε προσφορά υπηρεσιών από ελεύθερο επαγγελματία)
  2. οτιδήποτε παίρνει κάποιος ως αναγνώριση του έργου του

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.