ενδιαφέρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾo.me/ & /en.ðʝaˈfe.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδιαφέρομαι

Ρήμα

ενδιαφέρομαι, π.αόρ.: ενδιαφέρθηκα

  1. παθητική φωνή του ρήματος ενδιαφέρω
  2. (ειδικά για την παθητική φωνή)
    1. δείχνω ενδιαφέρον
    2. δείχνω (ερωτικό) ενδιαφέρον, συμπαθώ (ερωτικά)
    3. φροντίζω νοιάζομαι, μεριμνώ

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ενδιαφέρω, διαφέρω και φέρω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.