ενδιαφέρομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾo.me/ & /en.ðʝaˈfe.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δι‐α‐φέ‐ρο‐μαι
Ρήμα
ενδιαφέρομαι, π.αόρ.: ενδιαφέρθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος ενδιαφέρω
- (ειδικά για την παθητική φωνή)
Συγγενικά
- ενδιαφερόμενος (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
Κλίση
- → δείτε την κλίση στο ενδιαφέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.