μπροστινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπροστινός η μπροστινή το μπροστινό
      γενική του μπροστινού της μπροστινής του μπροστινού
    αιτιατική τον μπροστινό την μπροστινή το μπροστινό
     κλητική μπροστινέ μπροστινή μπροστινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπροστινοί οι μπροστινές τα μπροστινά
      γενική των μπροστινών των μπροστινών των μπροστινών
    αιτιατική τους μπροστινούς τις μπροστινές τα μπροστινά
     κλητική μπροστινοί μπροστινές μπροστινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπροστινός < μπροστά

Επίθετο

μπροστινός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται στο μπροστά μέρος
     συνώνυμα: πρόσθιος
  2. προπορευόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.