αυλαία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλαία οι αυλαίες
      γενική της αυλαίας των αυλαιών
    αιτιατική την αυλαία τις αυλαίες
     κλητική αυλαία αυλαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεατρική σκηνή με κλειστή αυλαία

Ετυμολογία

αυλαία < (ελληνιστική κοινή) αὐλαία < αρχαία ελληνική αὐλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ew- (διανυκτερεύω)

Ουσιαστικό

αυλαία θηλυκό

  1. (θέατρο) βαριά κουρτίνα που χωρίζει τη σκηνή ενός θεάτρου από το χώρο των θεατών
  2. (κατ’ επέκταση) το τέλος κάποιας θεατρικής πράξης, κατά το οποίο κατεβαίνει η εν λόγω κουρτίνα
  3. (κατ’ επέκταση) η αρχή κάποιας θεατρικής πράξης, κατά το οποίο ανεβαίνει η εν λόγω κουρτίνα
  4. (μεταφορικά) το τέλος μιας υπόθεσης ή κατάστασης
  5. (μεταφορικά) η απαρχή εξελίξεων σε μία υπόθεση ή κατάσταση

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη αυλή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.