εκτυλίσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτυλίσσω < ελληνιστική κοινή ἐκτυλίσσω
Συγγενικά
- εκτυλίσσομαι
- εκτύλιξη
- → δείτε τις λέξεις ξετυλίγω και τυλίγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτυλίσσω | εκτύλισσα | θα εκτυλίσσω | να εκτυλίσσω | εκτυλίσσοντας | |
| β' ενικ. | εκτυλίσσεις | εκτύλισσες | θα εκτυλίσσεις | να εκτυλίσσεις | εκτύλισσε | |
| γ' ενικ. | εκτυλίσσει | εκτύλισσε | θα εκτυλίσσει | να εκτυλίσσει | ||
| α' πληθ. | εκτυλίσσουμε | εκτυλίσσαμε | θα εκτυλίσσουμε | να εκτυλίσσουμε | ||
| β' πληθ. | εκτυλίσσετε | εκτυλίσσατε | θα εκτυλίσσετε | να εκτυλίσσετε | εκτυλίσσετε | |
| γ' πληθ. | εκτυλίσσουν(ε) | εκτύλισσαν εκτυλίσσαν(ε) |
θα εκτυλίσσουν(ε) | να εκτυλίσσουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτύλιξα | θα εκτυλίξω | να εκτυλίξω | εκτυλίξει | ||
| β' ενικ. | εκτύλιξες | θα εκτυλίξεις | να εκτυλίξεις | εκτύλιξε | ||
| γ' ενικ. | εκτύλιξε | θα εκτυλίξει | να εκτυλίξει | |||
| α' πληθ. | εκτυλίξαμε | θα εκτυλίξουμε | να εκτυλίξουμε | |||
| β' πληθ. | εκτυλίξατε | θα εκτυλίξετε | να εκτυλίξετε | εκτυλίξτε | ||
| γ' πληθ. | εκτύλιξαν εκτυλίξαν(ε) |
θα εκτυλίξουν(ε) | να εκτυλίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτυλίξει | είχα εκτυλίξει | θα έχω εκτυλίξει | να έχω εκτυλίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτυλίξει | είχες εκτυλίξει | θα έχεις εκτυλίξει | να έχεις εκτυλίξει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτυλίξει | είχε εκτυλίξει | θα έχει εκτυλίξει | να έχει εκτυλίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτυλίξει | είχαμε εκτυλίξει | θα έχουμε εκτυλίξει | να έχουμε εκτυλίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτυλίξει | είχατε εκτυλίξει | θα έχετε εκτυλίξει | να έχετε εκτυλίξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτυλίξει | είχαν εκτυλίξει | θα έχουν εκτυλίξει | να έχουν εκτυλίξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτυλίσσομαι | εκτυλισσόμουν(α) | θα εκτυλίσσομαι | να εκτυλίσσομαι | εκτυλισσόμενος | |
| β' ενικ. | εκτυλίσσεσαι | εκτυλισσόσουν(α) | θα εκτυλίσσεσαι | να εκτυλίσσεσαι | (εκτυλίσσου) | |
| γ' ενικ. | εκτυλίσσεται | εκτυλισσόταν(ε) | θα εκτυλίσσεται | να εκτυλίσσεται | ||
| α' πληθ. | εκτυλισσόμαστε | εκτυλισσόμαστε εκτυλισσόμασταν |
θα εκτυλισσόμαστε | να εκτυλισσόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκτυλίσσεστε | εκτυλισσόσαστε εκτυλισσόσασταν |
θα εκτυλίσσεστε | να εκτυλίσσεστε | (εκτυλίσσεστε) | |
| γ' πληθ. | εκτυλίσσονται | εκτυλίσσονταν εκτυλισσόντουσαν |
θα εκτυλίσσονται | να εκτυλίσσονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτυλίχτηκα | θα εκτυλιχτώ | να εκτυλιχτώ | εκτυλιχτεί | ||
| β' ενικ. | εκτυλίχτηκες | θα εκτυλιχτείς | να εκτυλιχτείς | εκτυλίξου | ||
| γ' ενικ. | εκτυλίχτηκε | θα εκτυλιχτεί | να εκτυλιχτεί | |||
| α' πληθ. | εκτυλιχτήκαμε | θα εκτυλιχτούμε | να εκτυλιχτούμε | |||
| β' πληθ. | εκτυλιχτήκατε | θα εκτυλιχτείτε | να εκτυλιχτείτε | εκτυλιχτείτε | ||
| γ' πληθ. | εκτυλίχτηκαν εκτυλιχτήκαν(ε) |
θα εκτυλιχτούν(ε) | να εκτυλιχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκτυλιχτεί | είχα εκτυλιχτεί | θα έχω εκτυλιχτεί | να έχω εκτυλιχτεί | εκτυλιγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκτυλιχτεί | είχες εκτυλιχτεί | θα έχεις εκτυλιχτεί | να έχεις εκτυλιχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτυλιχτεί | είχε εκτυλιχτεί | θα έχει εκτυλιχτεί | να έχει εκτυλιχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτυλιχτεί | είχαμε εκτυλιχτεί | θα έχουμε εκτυλιχτεί | να έχουμε εκτυλιχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτυλιχτεί | είχατε εκτυλιχτεί | θα έχετε εκτυλιχτεί | να έχετε εκτυλιχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτυλιχτεί | είχαν εκτυλιχτεί | θα έχουν εκτυλιχτεί | να έχουν εκτυλιχτεί | ||
Μεταφράσεις
εκτυλίσσω
|
→ δείτε τη λέξη ξετυλίγω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.