εφικτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφικτός | η | εφικτή | το | εφικτό |
| γενική | του | εφικτού | της | εφικτής | του | εφικτού |
| αιτιατική | τον | εφικτό | την | εφικτή | το | εφικτό |
| κλητική | εφικτέ | εφικτή | εφικτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφικτοί | οι | εφικτές | τα | εφικτά |
| γενική | των | εφικτών | των | εφικτών | των | εφικτών |
| αιτιατική | τους | εφικτούς | τις | εφικτές | τα | εφικτά |
| κλητική | εφικτοί | εφικτές | εφικτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφικτός < αρχαία ελληνική ἐφικτός < ἐφικνοῦμαι (φτάνω ένα στόχο) < ἐπί + ἱκνοῦμαι
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.