σύντηξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύντηξη οι συντήξεις
      γενική της σύντηξης* των συντήξεων
    αιτιατική τη σύντηξη τις συντήξεις
     κλητική σύντηξη συντήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συντήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύντηξη < αρχαία ελληνική σύντηξις[1] [2] [3] < συντήκω < σύν + τήκω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fusion[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fusion[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsin.di.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύντηξη
παλιότερος συλλαβισμός: σύντηξη

Ουσιαστικό

σύντηξη θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

  1. σύντηξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σύντηξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σύντηξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.