σπουδαία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπουδαία < σπουδαί(ος) +

Επίρρημα

σπουδαία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σπουδαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπουδαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπουδαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.