πανάκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανάκεια οι πανάκειες
      γενική της πανάκειας των πανακειών
    αιτιατική την πανάκεια τις πανάκειες
     κλητική πανάκεια πανάκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈna.ci.a/

Ουσιαστικό

πανάκεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. το φάρμακο που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες
  2. (μεταφορικά) η λύση, η θεραπεία για όλα τα προβλήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.