αρχαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαίος η αρχαία το αρχαίο
      γενική του αρχαίου της αρχαίας του αρχαίου
    αιτιατική τον αρχαίο την αρχαία το αρχαίο
     κλητική αρχαίε αρχαία αρχαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαίοι οι αρχαίες τα αρχαία
      γενική των αρχαίων των αρχαίων των αρχαίων
    αιτιατική τους αρχαίους τις αρχαίες τα αρχαία
     κλητική αρχαίοι αρχαίες αρχαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχαίος < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος < ἀρχή < ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂érgʰ- (ἄρχω)

Επίθετο

αρχαίος -α -ο

  1. που σχετίζεται με το μακρινό παρελθόν
    αρχαίος μύθος
  2. (ειδικότερα)
    • που σχετίζεται με τους λαούς και τους πολιτισμούς της αρχαιότητας, της περιόδου δηλαδή που προηγείται του Μεσαίωνα
    • (για την ελληνική γλώσσα) που χρησιμοποιήθηκε κατά την περίοδο από την πρώτη εμφάνιση των Ελλήνων μέχρι τα χρόνια της Αλεξανδρινής Κοινής (περίπου 2.000 π.Χ.-300 π.Χ.)
  3. (μεταφορικά) πολύ παλιός, τεχνολογικά ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
    είχε στο πατάρι και μια αρχαία γραφομηχανή του παππού του

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

αρχαίος αρσενικό

  • (πληθυντικός αρχαίοι: οι άνθρωποι που έζησαν κατά την αρχαιότητα
μελετά τους αρχαίους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.