προείσπραξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προείσπραξη | οι | προεισπράξεις |
| γενική | της | προείσπραξης* | των | προεισπράξεων |
| αιτιατική | την | προείσπραξη | τις | προεισπράξεις |
| κλητική | προείσπραξη | προεισπράξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προεισπράξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προείσπραξη < προεισπράττω + -ξη
Ουσιαστικό
προείσπραξη θηλυκό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προεισπράττω, είσπραξη προκαταβολικά χρηματικού ποσού
Συγγενικά
- προεισπράττω
- → δείτε τις λέξεις προ και εισπράττω
Μεταφράσεις
προείσπραξη
|
|
Πηγές
- προείσπραξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προείσπραξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.