act
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| act | acts |
Ουσιαστικό
act (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | act |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | acts |
| αόριστος | acted |
| παθητική μετοχή | acted |
| ενεργητική μετοχή | acting |
act (en)
- (αμετάβατο) ενεργώ, δρω
- ↪ If we don’t act soon…
- Αν δεν ενεργήσουμε συντόμα…
- ↪ We must act immediately.
- Πρέπει να δράσουμε αμέσως.
- ↪ If we don’t act soon…
- (αμετάβατο) συμπεριφέρομαι, φέρομαι
- ↪ I don’t like the way he acts.
- Δεν μου αρέσει ο τρόπος που φέρεται.
- ↪ I don’t like the way he acts.
- παίζω ένα ρόλο
- υποκρίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.