act

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
act acts

Ουσιαστικό

act (en)

  1. η ενέργεια, η πράξη
  2. η πράξη (το κείμενο μιας απόφασης)
  3. η πράξη (τμήμα θεατρικού έργου)
  4. η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το θέσπισμα

Ρήμα

ενεστώτας act
γ΄ ενικό ενεστώτα acts
αόριστος acted
παθητική μετοχή acted
ενεργητική μετοχή acting

act (en)

  1. (αμετάβατο) ενεργώ, δρω
    If we don’t act soon…
    Αν δεν ενεργήσουμε συντόμα…
    We must act immediately.
    Πρέπει να δράσουμε αμέσως.
  2. (αμετάβατο) συμπεριφέρομαι, φέρομαι
    I don’t like the way he acts.
    Δεν μου αρέσει ο τρόπος που φέρεται.
  3. παίζω ένα ρόλο
  4. υποκρίνομαι

Συγγενικά

Πηγές



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

act (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.