πράττω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πράττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πράττω (αττικός τύπος)

Ρήμα

πράττω, στ.μέλλ.: θα πράξω, αόρ.: έπραξα, παθ.φωνή: πράττομαι, π.αόρ.: πράχθηκα, μτχ.π.π.: πεπραγμένος

Σύνθετα

Συγγενικά

Κλίση

  • παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πράττω < *πρά-γ-jω ή *πρά-κ-jω (με πρόσφυμα γ ή κ + επίθημα -jω), θέμα πρα-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (δηλωτικό κατεύθυνσης) [1]

Ρήμα

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πράττω   πράττομαι 
Παρατατικός  ἔπραττον   ἐπραττόμην 
Μέλλοντας  πράξω   πράξομαι/πραχθήσομαι 
Αόριστος  ἔπραξα   ἐπραξάμην/ἐπράχθην 
Παρακείμενος  πέπραχα   πέπραγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπράχειν, ἐπεπράγειν   ἐπεπράγμην 
Συντελ.Μέλλ.

πράττω' και πράσσω (ιωνικός τύπος: πρήσσω)

  • αττικός τύπος του πράσσω κάνω, εκτελώ, ενεργώ, καταγίνομαι με κάτι, ανάλογα με τις πτώσεις που συντασσόταν και την πρόθεση στις σύνθετες μορφές του
    πράττω τινι ότι κάνω σε κάποιον μια χάρη
    πράττω τινά χρήματα, απαιτώ από κάποιον λεφτά
    εὖ πράττω περνάω καλά, ευτυχώ με όσα πέτυχα
    κακώς πράττω δυστυχώ αλλά όχι από κακή τύχη, μα από λάθη μου

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.