τελεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελεστής οι τελεστές
      γενική του τελεστή των τελεστών
    αιτιατική τον τελεστή τους τελεστές
     κλητική τελεστή τελεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελεστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τελεστής < τελέω / τελῶ μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική operator

Ουσιαστικό

τελεστής αρσενικό

  1. (λογική) κάποιο σύμβολο που δείχνει ότι (πρέπει να) σχηματίζονται καινούργιες προτάσεις, σχετικές αλλά και διαφορετικές απ' αυτές που έχουν δοθεί
  2. (μαθηματικά) συνάρτηση που επιδρά σε κάποια άλλη συνάρτηση, και την μετασχηματίζει κατά ένα καθορισμένο τρόπο
  3. (μαθηματικά) το σύμβολο της πράξης
  4. (πληροφορική) διαδικασία που εξάγει αποτέλεσμα από έναν ή περισσότερους τελεστέους, όπως οι κοινές αριθμητικές (+, -, κλπ) και λογικές (AND, OR, κλπ) πράξεις. Στη λειτουργικότητα μοιάζει με τις συναρτήσεις αλλά διαφέρει στη σημασιολογία και στη σύνταξη.

Συγγενικά

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.