πολλαπλασιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολλαπλασιασμός | οι | πολλαπλασιασμοί |
| γενική | του | πολλαπλασιασμού | των | πολλαπλασιασμών |
| αιτιατική | τον | πολλαπλασιασμό | τους | πολλαπλασιασμούς |
| κλητική | πολλαπλασιασμέ | πολλαπλασιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολλαπλασιασμός < ελληνιστική πολλαπλασιασμός < πολλαπλασιάζω
Ουσιαστικό
πολλαπλασιασμός αρσενικό
- σημαντική αύξηση μιας ποσότητας
- αναπαραγωγή ζώντων οργανισμών
- (αριθμητική) πράξη (δυαδικός τελεστής) που από δυο παράγοντες, α και β (τον πολλαπλασιαστέο και τον πολλαπλασιαστή), παράγει ένα αποτέλεσμα (το γινόμενο). Αυτό ισούται με το άθροισμα β παραγόντων ίσων με α
Συγγενικά
-
πολλαπλασιασμός στη Βικιπαίδεια

- στοιχειώδεις πράξεις της αριθμητικής: πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός, διαίρεση
Μεταφράσεις
πολλαπλασιασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.