transaction
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| transaction | transactions |
Ουσιαστικό
transaction (en)
Συγγενικά
-
transaction στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (Αγγλικά) SQL Transaction. Πρόσβαση 2020-02-02
- Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
- (Αγγλικά) What are Transactions?. Πρόσβαση 2020-02-02
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| transaction | transactions |
Ετυμολογία
- transaction < λατινική transactio
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.