αληθοτιμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αληθοτιμή οι αληθοτιμές
      γενική της αληθοτιμής των αληθοτιμών
    αιτιατική την αληθοτιμή τις αληθοτιμές
     κλητική αληθοτιμή αληθοτιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αληθοτιμή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αληθοτιμή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Λογική θεωρία και πράξη Γ' Λυκείου», σελ. 29. πρόσβαση:2020-02-26
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.