αληθοτιμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αληθοτιμή | οι | αληθοτιμές |
| γενική | της | αληθοτιμής | των | αληθοτιμών |
| αιτιατική | την | αληθοτιμή | τις | αληθοτιμές |
| κλητική | αληθοτιμή | αληθοτιμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αληθοτιμή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αληθοτιμή θηλυκό
- (λογική) χαρακτηριστικό που αποδίδεται σε λογικές προτάσεις, το οποίο στην κλασσική λογική μπορεί να έχει τιμή 'Αληθές' (true) είτε 'Ψευδές' (false)[1]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αληθοτιμή
|
Αναφορές
- «Λογική θεωρία και πράξη Γ' Λυκείου», σελ. 29. πρόσβαση:2020-02-26
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.