πουκάμισο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πουκάμισο | τα | πουκάμισα |
| γενική | του | πουκάμισου & πουκαμίσου |
των | πουκάμισων & πουκαμίσων |
| αιτιατική | το | πουκάμισο | τα | πουκάμισα |
| κλητική | πουκάμισο | πουκάμισα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μακρυμάνικο πουκάμισο
_(AM_1970.229-7).jpg.webp)
κοντομάνικο πουκάμισο

πουκάμισο φιδιού
Ετυμολογία
- πουκάμισο < μεσαιωνική ελληνική πουκάμισον < υποκάμισον < ὑπό + *καμίσα / καμίσιον < μεσαιωνική λατινική camisia < γαλατική camisia < πρωτογερμανική *hamiþiją (ρούχο, πουκάμισο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱam- (κάλυμμα, ρούχο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈka.mi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐κά‐μι‐σο
Ουσιαστικό
πουκάμισο ουδέτερο
- (ενδυμασία) ρούχο που φοριέται στο πάνω μέρος του σώματος και κουμπώνει από πάνω ως κάτω στο μπροστινό μέρος
- λινό / μάλλινο / μαύρο / ριγέ / κοντομάνικο πουκάμισο
- για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη (Σεφέρης, Ελένη)
- (συνεκδοχικά) το στεγνό δέρμα του φιδιού
- το καλοκαίρι στο αμπέλι βρίσκαμε φιδίσια πουκάμισα, ξεραμένα πια από τον ήλιο
Συγγενικά
- αλυσοπουκάμισο
- κοντοπουκάμισο
- λουτροπουκάμισο
- μανικοπουκάμισο
- νυχτοπουκάμισο
- παλιοπουκάμισο
- πουκαμίσα
- πουκαμισάδικο
- πουκαμισάκι
- πουκαμισάρα
- πουκαμισάς
- πουκαμισιά
- πουκαμισοσώβρακα
- πουκαμισού
- πουκαμισούδι
- σιδεροπουκάμισο / σιδηροπουκάμισο
- φιδοπουκάμισο
- φτωχοπουκάμισο
Εκφράσεις
- αλλάζω τους άνδρες / τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: έχω πολλούς ερωτικούς συντρόφους
Μεταφράσεις
πουκάμισο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.