folder

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

folder (en)

  1. φάκελος (διπλωμένο χαρτί)
  2. πρόσωπο ή μηχανή που διπλώνει κάτι
  3. (πληροφορική) φάκελος (για αρχεία σε υπολογιστή). Ο όρος folder χρησιμοποιείται συνήθως στα γραφικά περιβάλλοντα (GUI), σε αντίθεση με το συνώνυμο directory, που χρησιμοποιείται στη γραμμής εντολής (CLI).[1]
     συνώνυμα: directory
    δείτε επίσης: folder metaphor στην αγγλική Βικιπαίδεια

Σύνθετα

  • folder στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

folder (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.