folder
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
folder (en)
- φάκελος (διπλωμένο χαρτί)
- πρόσωπο ή μηχανή που διπλώνει κάτι
- (πληροφορική) φάκελος (για αρχεία σε υπολογιστή). Ο όρος folder χρησιμοποιείται συνήθως στα γραφικά περιβάλλοντα (GUI), σε αντίθεση με το συνώνυμο directory, που χρησιμοποιείται στη γραμμής εντολής (CLI).[1]
- ≈ συνώνυμα: directory
- δείτε επίσης: folder metaphor στην αγγλική Βικιπαίδεια
Σύνθετα
-
folder στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.