κουμπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουμπώνω < μεσαιωνική ελληνική κουμπώνω κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω / κομβῶ < κομβίον
Προφορά
- ΔΦΑ : /kumˈbo.no/
Ρήμα
κουμπώνω (παθητική φωνή: κουμπώνομαι)
- τοποθετώ το κουμπί πίσω από την κουμπότρυπά του (καλύπτοντας έτσι το σχετικό άνοιγμα ενός ρούχου)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακούμπωτος
- αξεκούμπωτος
- κούμπωμα
- κουμπωμένος
- κουμπωτός
- ξεκούμπωμα
- ξεκουμπωμένος
- ξεκουμπώνω
- ξεκούμπωτος
- → δείτε τις λέξεις κουμπί, κόμπος και ανασκουμπώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουμπώνω | κούμπωνα | θα κουμπώνω | να κουμπώνω | κουμπώνοντας | |
| β' ενικ. | κουμπώνεις | κούμπωνες | θα κουμπώνεις | να κουμπώνεις | κούμπωνε | |
| γ' ενικ. | κουμπώνει | κούμπωνε | θα κουμπώνει | να κουμπώνει | ||
| α' πληθ. | κουμπώνουμε | κουμπώναμε | θα κουμπώνουμε | να κουμπώνουμε | ||
| β' πληθ. | κουμπώνετε | κουμπώνατε | θα κουμπώνετε | να κουμπώνετε | κουμπώνετε | |
| γ' πληθ. | κουμπώνουν(ε) | κούμπωναν κουμπώναν(ε) |
θα κουμπώνουν(ε) | να κουμπώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κούμπωσα | θα κουμπώσω | να κουμπώσω | κουμπώσει | ||
| β' ενικ. | κούμπωσες | θα κουμπώσεις | να κουμπώσεις | κούμπωσε | ||
| γ' ενικ. | κούμπωσε | θα κουμπώσει | να κουμπώσει | |||
| α' πληθ. | κουμπώσαμε | θα κουμπώσουμε | να κουμπώσουμε | |||
| β' πληθ. | κουμπώσατε | θα κουμπώσετε | να κουμπώσετε | κουμπώστε | ||
| γ' πληθ. | κούμπωσαν κουμπώσαν(ε) |
θα κουμπώσουν(ε) | να κουμπώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουμπώσει | είχα κουμπώσει | θα έχω κουμπώσει | να έχω κουμπώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουμπώσει | είχες κουμπώσει | θα έχεις κουμπώσει | να έχεις κουμπώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουμπώσει | είχε κουμπώσει | θα έχει κουμπώσει | να έχει κουμπώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουμπώσει | είχαμε κουμπώσει | θα έχουμε κουμπώσει | να έχουμε κουμπώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουμπώσει | είχατε κουμπώσει | θα έχετε κουμπώσει | να έχετε κουμπώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουμπώσει | είχαν κουμπώσει | θα έχουν κουμπώσει | να έχουν κουμπώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.