πουκάμισον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πουκάμισον τὰ πουκάμισ
      γενική τοῦ πουκαμίσου τῶν πουκαμίσων
      δοτική τῷ πουκαμίσ τοῖς πουκαμίσοις
    αιτιατική τὸ πουκάμισον τὰ πουκάμισ
     κλητική ! πουκάμισον πουκάμισ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πουκαμίσω
γεν-δοτ τοῖν  πουκαμίσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πουκάμισον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.