δέρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέρμα τα δέρματα
      γενική του δέρματος των δερμάτων
    αιτιατική το δέρμα τα δέρματα
     κλητική δέρμα δέρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινο δέρμα
κατεργασμένο δέρμα ζώου

Ετυμολογία

δέρμα < αρχαία ελληνική δέρμα < δέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðeɾ.ma/

Ουσιαστικό

δέρμα ουδέτερο

  1. το εξωτερικό στρώμα του σώματος, που προστατεύει άλλους ιστούς και όργανα από το περιβάλλον, όργανο της αφής το οποίο σε μερικά ζώα καλύπτεται από τρίχες και στα ψάρια από λέπια
  2. το παραπάνω στρώμα που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζώου, είτε κατεργασμένο για ανθρώπινη χρήση είτε που προορίζεται για αυτό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δέρμα < δέρω

Ουσιαστικό

δέρμα ουδέτερο

  1. δέρμα, τομάρι, προβιά (λέγεται για τα ζώα)
  2. δέρμα κάποιου
  3. το καβούκι της χελώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.