υποκάμισο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποκάμισο τα υποκάμισα
      γενική του υποκάμισου
& υποκαμίσου
των υποκάμισων
& υποκαμίσων
    αιτιατική το υποκάμισο τα υποκάμισα
     κλητική υποκάμισο υποκάμισα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈka.mi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποκάμισο

Ουσιαστικό

υποκάμισο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.