πουκαμισάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουκαμισάρα | οι | πουκαμισάρες |
| γενική | της | πουκαμισάρας | — | |
| αιτιατική | την | πουκαμισάρα | τις | πουκαμισάρες |
| κλητική | πουκαμισάρα | πουκαμισάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουκαμισάρα < πουκάμισο + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πουκαμισάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.