σύντροφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σύντροφος | οι | σύντροφοι |
| γενική | του/της του |
συντρόφου σύντροφου |
των | συντρόφων |
| αιτιατική | τον/τη | σύντροφο | τους/τις τους |
συντρόφους σύντροφους |
| κλητική | σύντροφε | σύντροφοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. Δείτε και το συντρόφι. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύντροφος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σύντροφος < σύν- + τρέφω[1]
- (για ζώο) (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnon
- (προσφώνηση μέλους) (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική compagno
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsin.dɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐ντρο‐φος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύν‐τρο‐φος
Ουσιαστικό
σύντροφος αρσενικό ή θηλυκό (& θηλυκό συντρόφισσα)
- που συζεί με κάποιον, που είναι μαζί με κάποιον
- σύζυγος, ταίρι
- συμπαραστάτης
- (για ζώο) φίλος του ανθρώπου, που του κρατά συντροφιά
- (προσφώνηση) προσφώνηση μελών σοσιαλιστικών ή κομμουνιστικών κομμάτων
- θηλυκό: συντρόφισσα
- ≈ συνώνυμα: συντρόφι
- (παρωχημένο) συνεταίρος → δείτε τις λέξεις Συντροφία και Σία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σύντροφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σύντροφος | τὸ | σύντροφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συντρόφου | τοῦ | συντρόφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συντρόφῳ | τῷ | συντρόφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σύντροφον | τὸ | σύντροφον | ||
| κλητική ὦ! | σύντροφε | σύντροφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σύντροφοι | τὰ | σύντροφᾰ | ||
| γενική | τῶν | συντρόφων | τῶν | συντρόφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συντρόφοις | τοῖς | συντρόφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συντρόφους | τὰ | σύντροφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σύντροφοι | σύντροφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντρόφω | τὼ | συντρόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συντρόφοιν | τοῖν | συντρόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σύντροφος, -ος, -ον
Πηγές
- σύντροφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύντροφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.