πουκαμισού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουκαμισού οι πουκαμισούδες
      γενική της πουκαμισούς των πουκαμισούδων
    αιτιατική την πουκαμισού τις πουκαμισούδες
     κλητική πουκαμισού πουκαμισούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουκαμισού < πουκαμισ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /pu.ka.miˈsu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουκαμισού

Ουσιαστικό

πουκαμισού θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πουκαμισάς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.