πλατύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλατύς | η | πλατιά | το | πλατύ |
| γενική | του | πλατιού & πλατύ |
της | πλατιάς | του | πλατιού & πλατύ |
| αιτιατική | τον | πλατύ | την | πλατιά | το | πλατύ |
| κλητική | πλατύ | πλατιά | πλατύ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλατιοί & πλατείς |
οι | πλατιές | τα | πλατιά |
| γενική | των | πλατιών | των | πλατιών | των | πλατιών |
| αιτιατική | τους | πλατιούς & πλατείς |
τις | πλατιές | τα | πλατιά |
| κλητική | πλατιοί & πλατείς |
πλατιές | πλατιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλατύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλατύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥th₂us < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleth₂- [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /plaˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τύς
Επίθετο
πλατύς, -ιά, -ύ
- που έχει ικανό πλάτος
- που έχει μεγάλη έκταση
- (μεταφορικά) που δεν περιορίζεται που είναι ανοιχτός
- (μεταφορικά) που είναι τεκμηριωμένος και εμπεριστατωμένος
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- πλατυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πλατυ- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλατῠ́ς | ἡ | πλατεῖᾰ | τὸ | πλατῠ́ |
| γενική | τοῦ | πλατέος | τῆς | πλατείᾱς | τοῦ | πλατέος |
| δοτική | τῷ | (πλατέϊ) πλατεῖ | τῇ | πλατείᾳ | τῷ | (πλατέϊ) πλατεῖ |
| αιτιατική | τὸν | πλατῠ́ν | τὴν | πλατεῖᾰν | τὸ | πλατῠ́ |
| κλητική ὦ! | πλατῠ́ | πλατεῖᾰ | πλατῠ́ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | (πλατέες) πλατεῖς | αἱ | πλατεῖαι | τὰ | πλατέᾰ |
| γενική | τῶν | πλατέων | τῶν | πλατειῶν | τῶν | πλατέων |
| δοτική | τοῖς | πλατέσῐ(ν) | ταῖς | πλατείαις | τοῖς | πλατέσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | πλατεῖς | τὰς | πλατείᾱς | τὰ | πλατέᾰ |
| κλητική ὦ! | (πλατέες) πλατεῖς | πλατεῖαι | πλατέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλατέε (πλατεῖ) | τὼ | πλατείᾱ | τὼ | πλατέε (πλατεῖ) |
| γεν-δοτ | τοῖν | πλατέοιν | τοῖν | πλατείαιν | τοῖν | πλατέοιν |
| Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πλατύς, -εῖα, -ύ, συγκριτικός :πλατύτερος, υπερθετικός : πλατύτατος
- ο πλατύς
- ο επίπεδος
- (για άνθρωπο) μεγαλόσωμος
Σύνθετα
- πλατυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πλατυ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις πλατυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- πλατύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- (ετυμολογία, Bailly2020) - πλατύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.