πλατύστομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλατύστομος | η | πλατύστομη | το | πλατύστομο |
| γενική | του | πλατύστομου | της | πλατύστομης | του | πλατύστομου |
| αιτιατική | τον | πλατύστομο | την | πλατύστομη | το | πλατύστομο |
| κλητική | πλατύστομε | πλατύστομη | πλατύστομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλατύστομοι | οι | πλατύστομες | τα | πλατύστομα |
| γενική | των | πλατύστομων | των | πλατύστομων | των | πλατύστομων |
| αιτιατική | τους | πλατύστομους | τις | πλατύστομες | τα | πλατύστομα |
| κλητική | πλατύστομοι | πλατύστομες | πλατύστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πλατύστομος, -η, -ο
- που έχει πλατύ στόμιο / στόμα
Μεταφράσεις
πλατύστομος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.