πλατύγυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατύγυρος η πλατύγυρη το πλατύγυρο
      γενική του πλατύγυρου της πλατύγυρης του πλατύγυρου
    αιτιατική τον πλατύγυρο την πλατύγυρη το πλατύγυρο
     κλητική πλατύγυρε πλατύγυρη πλατύγυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατύγυροι οι πλατύγυρες τα πλατύγυρα
      γενική των πλατύγυρων των πλατύγυρων των πλατύγυρων
    αιτιατική τους πλατύγυρους τις πλατύγυρες τα πλατύγυρα
     κλητική πλατύγυροι πλατύγυρες πλατύγυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
πλατύγυρο καπέλο σε γελοιογραφία του Τόμας Ρόουλαντσον (1756-1827), Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης

Ετυμολογία

πλατύγυρος < πλατύ- / πλατύς + γύρος

Επίθετο

πλατύγυρος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.