Bailly
Γαλλικά (fr)
Κύριο όνομα
Bailly (fr)
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
- (λεξικογραφία) το γαλλικό λεξικό αρχαίων ελληνικών Dictionnaire grec-français του Anatole Bailly, με πρώτη έκδοση το 1895 και πολλές επανεκδόσεις εμπλουτισμένες, κυρίως του 2020. Γνωστό ως «Le Grand Bailly» (το μεγάλο Μπαγί) σε αντιδιαστολή προς το abrégé (συντομευμένο: η έκδοση επιτομής του λεξικού). Περιέχει και πολλά κύρια ονόματα.
- Στο Βικιλεξικό, σύνδεση με το Λεξικό με το πρότυπο
{{R:Bailly}}
Φλαμανδικά (vls)
Ετυμολογία
- Bailly < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Bailly < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.