πλάτυσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλάτυσμα | τα | πλατύσματα |
| γενική | του | πλατύσματος | των | πλατυσμάτων |
| αιτιατική | το | πλάτυσμα | τα | πλατύσματα |
| κλητική | πλάτυσμα | πλατύσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλάτυσμα < ελληνιστική κοινή πλάτυσμα[1] < αρχαία ελληνική πλατύνω < πλατύς ((ανατομία) (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική platysma[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.ti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐τυ‐σμα
Ουσιαστικό
πλάτυσμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλατύνω
- άλλες μορφές: πλάτυνση
- → δείτε τις λέξεις διαπλάτυνση και πλάτωμα
- (ανατομία) πλατύς λεπτός μυς που βρίσκεται στον λαιμό, εκτείνεται από τη βάση του κρανίου μέχρι το στέρνο και την κλείδα και είναι υπεύθυνος για την κάμψη του λαιμού προς τα εμπρός και την κίνηση του σαγονιού προς τα κάτω
-
Platysma muscle στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- πλάτυσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πλάτυσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.