πλαταμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλαταμών | οἱ | πλαταμῶνες |
| γενική | τοῦ | πλαταμῶνος | τῶν | πλαταμώνων |
| δοτική | τῷ | πλαταμῶνῐ | τοῖς | πλαταμῶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πλαταμῶνᾰ | τοὺς | πλαταμῶνᾰς |
| κλητική ὦ! | πλαταμών | πλαταμῶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλαταμῶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλαταμώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαταμών < πλατ- (πλατύς) όπως πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleth₂- + -μών (συγκρίνετε με το τελαμών) [1]
Ουσιαστικό
πλᾰτᾰμών, -ῶνος αρσενικό
Αναφορές
- «πλαταμώνας» (& πλαταμών) - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
- πλαταμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλαταμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.