πλαταμών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλαταμών οἱ πλαταμῶνες
      γενική τοῦ πλαταμῶνος τῶν πλαταμώνων
      δοτική τῷ πλαταμῶν τοῖς πλαταμῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πλαταμῶν τοὺς πλαταμῶνᾰς
     κλητική ! πλαταμών πλαταμῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλαταμῶνε
γεν-δοτ τοῖν  πλαταμώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαταμών < πλατ- (πλατύς) όπως πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleth₂- + -μών (συγκρίνετε με το τελαμών) [1]

Ουσιαστικό

πλᾰτᾰμών, -ῶνος αρσενικό

  1. πλατύς βράχος ή λίθος
  2. πλατύς ύφαλος (συνήθως στον πληθυντικό)
  3. πλατύς γιαλός
  4. πλατύ και αβαθές πέρασμα ποταμών
  5. επίπεδη περιοχή που κινδυνεύει από πλημμύρες
  6. ακύμαντη επιφάνεια θάλασσας

Αναφορές

  1. «πλαταμώνας» (& πλαταμών) - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.