πλατυμέτωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλατυμέτωπος | η | πλατυμέτωπη | το | πλατυμέτωπο |
| γενική | του | πλατυμέτωπου | της | πλατυμέτωπης | του | πλατυμέτωπου |
| αιτιατική | τον | πλατυμέτωπο | την | πλατυμέτωπη | το | πλατυμέτωπο |
| κλητική | πλατυμέτωπε | πλατυμέτωπη | πλατυμέτωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλατυμέτωποι | οι | πλατυμέτωπες | τα | πλατυμέτωπα |
| γενική | των | πλατυμέτωπων | των | πλατυμέτωπων | των | πλατυμέτωπων |
| αιτιατική | τους | πλατυμέτωπους | τις | πλατυμέτωπες | τα | πλατυμέτωπα |
| κλητική | πλατυμέτωποι | πλατυμέτωπες | πλατυμέτωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πλατυμέτωπος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πλατυμέτωπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλατυμέτωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.