επίπεδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίπεδος η επίπεδη το επίπεδο
      γενική του επίπεδου της επίπεδης του επίπεδου
    αιτιατική τον επίπεδο την επίπεδη το επίπεδο
     κλητική επίπεδε επίπεδη επίπεδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίπεδοι οι επίπεδες τα επίπεδα
      γενική των επίπεδων των επίπεδων των επίπεδων
    αιτιατική τους επίπεδους τις επίπεδες τα επίπεδα
     κλητική επίπεδοι επίπεδες επίπεδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επίπεδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπεδος < ἐπί + πέδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pedóm < *pṓds (πόδι, πούς) < *ped-

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.pe.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίπεδος

Επίθετο

επίπεδος, -η, -ο

  1. που η επιφάνειά του ούτε προεξέχει ούτε έχει εσοχές, που είναι ομαλός
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από μονοτονία και έλλειψη ποικιλίας
  3. (μαθηματικά) που έχει σχέση με το επίπεδο ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.